- ἄγγουρος
- ἄγγουρος, kind ofA cake or tart, Hsch. [full] ἀγγριάς· τοὺς ἐρεθισμούς· οἱ δὲ τὰς ἀνίας, Orionap.EM6.49, cf. Hsch. [full] ἀγγρίζειν· ὑφαιρεῖσθαι (cf. ἀγρέω) , ἐρεθίζειν, Hsch., EM7.28. [full] ἀγγρίς· ὀδύνη, Suid. [full] ἀγγρισμός, irritatio, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.